Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπιστορέννυμι
ἐπιστρατάομαι-ῶμαι
ἐπιστρατεία
ἐπι·στρατάομαι-ῶμαι
[
ρᾰ
] (
impf. épq. 3 pl.
ἐπεστρατόωντο
)
c.
ἐπιστρατεύω,
Nonn.
D.
1, 267 ;
48, 32
.