ἐπιστρατάομαι-ῶμαι

ἐπιστρατεία

ἐπιστράτευσις
ἐπιστρατεία, ας () [ᾰτ] expédition contre, gén. Thc. 2, 79 ; abs. Xén. An. 2, 4, 1 ||
E Ion. ἐπιστρατηΐη, Hdt. 9, 3.
Étym. ἐπιστρατεύω.