ἐπιστροφή

ἐπιστρόφησις

ἐπιστροφία
ἐπιστρόφησις, εως (), séjour dans un lieu, Onat. (Stob. Ecl. phys. p. 94).
Étym. *έπιστροφέω, d’ἐπίστροφος.