ἐπιστημονικός

ἐπιστημονικῶς

ἐπιστημόνως
ἐπιστημονικῶς, adv. conformément à la science, scientifiquement. Arstt. Top. 2, 9, 4 ; Gal. 4, 649, 664, 700 ; Phil. 2, 417 ; Clém. Str. 7, 10 ; Ptol. Tetr. p. 108.
Étym. ἐπιστήμων.