ἐπιστημονικῶς

ἐπιστημόνως

ἐπίστημος
ἐπιστημόνως, adv. savamment, Plat. Theæt. 207b, Soph. 233c ||
Cp. -ονέστερον, Xén. Œc. 3, 14 ; sup. -ονέστατα, Plat. Rsp. 534d.
Étym. ἐπιστήμων.