ἐπισωρεύω

ἐπίσωτρον

ἐπιταγή
ἐπί·σωτρον, épq. ἐπί·σσωτρον, ου (τὸ) cercle de fer autour de la roue, Il. 23, 519 ; surtout au plur. Il. 5, 725 ; 11, 537 ; 20, 394 ; 23, 505.
Étym. ἐπί, σῶτρον.