ἐπίσωτρον

ἐπιταγή

ἐπίταγμα
ἐπιταγή, ῆς () []
1 ordre, commandement, Spt. 1 Esdr. 1, 16 ; Pol. 13, 4, 3 ; DS. 1, 70 ||
2 tribut imposé, Pol. 21, 4, 1.
Étym. ἐπιτάσσω.