ἐπίτακτος

ἐπιταλαιπωρέω-ῶ

ἐπιταλάριος
ἐπι·ταλαιπωρέω-ῶ [τᾰ]
1 se donner de la peine : πρός τινι, Plat. Rsp. 540b ; τινι, Jos. A.J. 17, 12, 3, pour qqe ch. ||
2 se donner un surcroît de peine, Thc. 1, 123.