ἐπιταλαιπωρέω-ῶ

ἐπιταλάριος

Ἐπιταλιεύς
ἐπι·ταλάριος, ου [ᾰᾰ] adj. f. : ἐ. Ἀφροδίτη, Plut. M. 323a, Aphroditè ou Vénus à la corbeille, à Rome.
Étym. ἐπί, τάλαρος.