ἐπιτετηρημένως

ἐπιτετμημένως

ἐπιτετραέϐδομος
ἐπιτετμημένως, adv. en abrégé, brièvement, Str. 202 ; Corn. 217 ; Ptol. Tetr. 107.
Étym. ἐπιτέμνω.