ἐπιτετηδευμένως

ἐπιτετηρημένως

ἐπιτετμημένως
ἐπιτετηρημένως, adv. avec attention, avec soin, Bas. 1, 649 ; 2, 480, 542, 611.
Étym. ἐπιτηρέω.