ἐπιτετραέϐδομος

ἐπιτετραμερής

ἐπιτετράπεμπτος
ἐπι·τετρα·μερής, ής, ές, c. ἐπιτέταρτος, Nicom. Arithm. 99.
Étym. ἐπί, τέτταρες, μέρος.