ἐπιτετραμερής

ἐπιτετράπεμπτος

ἐπιτετράφαται
ἐπι·τετρά·πεμπτος, ος, ον, qui comprend un entier plus ¹⁄₄, Nicom. Arithm. 107.
Étym. ἐπί, τέτταρες, πέμπτος.