ἐπίηρος

ἐπιθαλάμιος

ἐπιθαλασσίδιος
ἐπι·θαλάμιος, ος, ον [ᾰᾰ] nuptial, Luc. Salt. 44 ; ἐπ. ᾠδή, DH. Rhet. 4, 1, chant nuptial ; subst. ὁ ἐπ. (s. e. ὕμνος) Thcr. Idyl. 18 ; Luc. Conv. 40 ; Him. Or. 1 ; τὸ ἐπιθαλάμιον, Luc. 2, 294 ; 3, 445 Reitz, chant nuptial, épithalame.
Étym. ἐπί, θάλαμος.