ἐπιτιμέω

ἐπιτίμημα

ἐπιτίμησις
ἐπιτίμημα, ατος (τὸ) [τῑ] blâme, censure, Arstt. Poet. 25, 32 ; Plut. M. 1110e.
Étym. ἐπιτιμάω.