ἐπιτραγία

ἐπιτραγίας

ἐπίτραγοι
ἐπι·τραγίας, ου [ᾰγ] adj. m. () s. e. ἰχθύς, Arstt. H.A. 4, 11, 7, poisson très gras et sans œufs ou stérile.
Étym. ἐπί, τράγος.