ἐπιτραυματίζω

ἐπιτρεπτέον

ἐπιτρεπτικός
ἐπιτρεπτέον, vb. d’ἐπιτρέπω, Xén. Hier. 8, 9 ; Plat. Conv. 213e, et pl. ἐπιτρεπτέα, Hdt. 9, 58.