ἐπιτρεπτέον

ἐπιτρεπτικός

ἐπιτρέπω
ἐπιτρεπτικός, ή, όν, capable de tourner ou de pousser vers, d’exciter, Antyll. (Orib. 1, 534, 4 B.-Dar.).
Étym. ἐπιτρέπω.