ἐπιτροφή

ἐπιτροχάδην

ἐπιτροχάζω
ἐπιτροχάδην [] adv. en courant, d’où rapidement, brièvement, Il. 3, 213 ; Od. 18, 26 ; Man. 1, 11.
Étym. ἐπίτροχος, -δην.