ἐπίτροπος

ἐπιτροφή

ἐπιτροχάδην
ἐπιτροφή, ῆς ()
1 nourriture, Jos. A.J. 18, 9, 1 ||
2 croissance, accroissement, Hippiatr. p. 146, 15.
Étym. ἐπιτρέφω.