ἐπιτρομέω-ῶ

ἐπιτροπαῖος

ἐπιτροπεία
ἐπιτροπαῖος, α, ον, confié aux soins de qqn : ἐπιτροπαίη ἀρχή, Hdt. 3, 142, ou βασιληΐη, Hdt. 4, 147, pouvoir délégué ou régence.
Étym. ἐπιτροπή.