ἐπιτροπαῖος

ἐπιτροπεία

ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπεία, ας () tutelle, intendance, Plat. Phædr. 239e ; Arstt. Pol. 2, 10, 1 ; DH. 11, 36.
Étym. ἐπιτροπεύω.