Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπιτρέχω
ἐπίτρησις
ἐπιτριακοστένατος λόγος
ἐπίτρησις,
εως
(
ἡ
) action de percer à la surface,
Orib.
p. 98, 12
.
Étym.
ἐπιτιτράω
.