ἐπιτηδεύτης

ἐπιτηδευτός

ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδευτός, ή, όν [] dont on s’occupe, dont on prend soin, Syn. 63 ; Tat. (Eus. P.E. 491c).
Étym. vb. d’ἐπιτηδεύω.