ἐπιτηδευτέον

ἐπιτηδεύτης

ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύτης, ου () [] qui s’occupe de, observateur de, Jos. A.J. 19, 1, 5 ; Ptol. Tetr. 163, 17.
Étym. ἐπιτηδεύω.