ἐπορθρεύω

ἐπορθρισμός

ἐποριγνάομαι-ῶμαι
ἐπ·ορθρισμός, οῦ () action de faire qqe ch. de grand matin, Plut. M. 654f.
Étym. ἐπί, ὄρθρος.