ἐπήκοος

ἔπηλις

ἐπηλλαγμένως
ἔπηλις, ιδος () [ῐδ] couvercle, Soph. fr. 877 ; Posidipp. (Suid. vo ἀπηλιώτης).
Étym. cf. ἔφηλις.