ἐπηλύτης

ἐπήλυτος

ἐπημάτιος
ἐπήλυτος, ος, ον [] survenu, qui survient, Xén. Œc. 11, 4 ; DH. 3, 72 ; Phil. 1, 160.
Étym. cf. ἔπηλυς.