ἐπήϐολος

ἐπηγκενίδες

ἐπηγορεύω
ἐπ·ηγ·κενίδες, ων (αἱ) voliges qui forment le plancher du gaillard dans un navire, Od. 5, 253.
Étym. ἐπί, ἐνεγκεῖν.