ἐπηγκενίδες

ἐπηγορεύω

ἐπηγορία
ἐπ·ηγορεύω, parler contre, se plaindre de : τινί τι, Hdt. 1, 90, faire un reproche à qqn.
Étym. ἐπί, ἀγορεύω.