Ἐρασίξενος

ἐρασιπλόκαμος

Ἐράςιππος
ἐρασι·πλόκαμος, ος, ον [ᾰᾰ] aux tresses charmantes, Pd. P. 4, 136 ; Ibyc. (Hdn rh. Schem. p. 61, 1).
Étym. ἐράω, πλόκαμος.