Ἐρατοσθένης

ἐρατόχροος-ους

Ἐράτυλλος
ἐρατόχροος-ους, οος-ους, οον-ουν [] aux couleurs aimables, au teint charmant, Anth. 5, 76.
Étym. ἐρατός, χρόα.