ἐρυμνός

ἐρυμνότης

ἐρυμνῶς
ἐρυμνότης, ητος () position fortifiée ou situation infranchissable, Xén. Cyr. 6, 1, 23 ; Arstt. Pol. 7, 11, 9 ; Pol. 3, 47, 9.
Étym. ἐρυμνός.