ἐρυμνότης

ἐρυμνῶς

Ἔρυξ
*ἐρυμνῶς (seul. cp. ἐρυμνοτέρως) adv. dans une situation plus forte, Arstt. Pol. 7, 12, 3.
Étym. ἐρυμνός.