ἐρυθρόχλωρος

ἐρυθρόχροος-ους

ἐρυθρόχρως
ἐρυθρό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, de couleur rouge, coloré en rouge, DC. 43, 43.
Étym. ἐ. χρόα.