ἐρυθρόχροος-ους

ἐρυθρόχρως

ἐρυθρώδης
ἐρυθρό·χρως, gén. ωτος (ὁ, ἡ) au teint rouge, de couleur rouge, Crat. (Ath. 325e).
Étym. ἐ. χρώς.