ἐρωτογράφος

ἐρωτοδιδάσκαλος

ἐρωτομανέω-ῶ
ἐρωτο·διδάσκαλος, ου (ὁ, ἡ) [κᾰ] qui enseigne l’amour, Ath. 219d.
Étym. ἔ. διδάσκαλος.