ἐρωτοδιδάσκαλος

ἐρωτομανέω-ῶ

ἐρωτομανής
ἐρωτομανέω-ῶ [] être fou d’amour, Stoïc. (Stob. Ecl. 2, 118).
Étym. ἐρωτομανής.