ἐρωτομανέω-ῶ

ἐρωτομανής

ἐρωτομανία
ἐρωτο·μανής, ής, ές [] fou d’amour, Orph. H. 54, 14 ; Ath. 599e.
Étym. ἔ. μαίνομαι.