ἐσχαρίτης ἄρτος

ἐσχαρόπεπος

ἔσχαρος
ἐσχαρό·πεπος ou mieux ἐσχαρόπεπτος, ος, ον, cuit sur le gril, Hpc. 1136c.
Étym. ἐσχάρα, πέπτω.