ἐσχατόγηρος

ἐσχατόγηρως

ἔσχατος
ἐσχατό·γηρως, ως, ων [] parvenu à une extrême vieillesse, Str. 477, 650 ; DS. 15, 76 ; M. Ant. 9, 33.
Étym. ἔσχατος, γῆρας.