ἐθέλεσκον

ἐθελεχθρέω-ῶ

ἐθέλεχθρος
ἐθελεχθρέω-ῶ, chercher querelle à, dat. Charond. (Stob. Fl. 44, 40).
Étym. ἐθέλεχθρος.