ἐθελεχθρέω-ῶ

ἐθέλεχθρος

ἐθελέχθρως
ἐθέλ·εχθρος, ος, ον, qui cherche querelle, malveillant, Crat. (Poll. 3, 64) ; Phil. 2, 269.
Étym. ἐθέλω, ἐχθρός.