ἐθελητός

ἐθελοδουλεία

ἐθελοδουλέω-ῶ
ἐθελοδουλεία, ας () esclavage volontaire, Plat. Conv. 184c ; Luc. Nigr. 23, M. cond. 5.
Étym. ἐθελόδουλος.