ἐθελοδουλεία

ἐθελοδουλέω-ῶ

ἐθελόδουλος
ἐθελοδουλέω-ῶ, être volontairement esclave, DC. 45, 35, 2 ; 54, 32, 1 ; fr. 55, 1.
Étym. ἐθελόδουλος.