Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐθελοδούλως
ἐθελοευλάϐεια
ἐθελοθρησκεία
ἐθελο·ευλάϐεια,
ας
(
ἡ
) piété affectée,
Bas.
3, 1413
c
Migne
.
Étym.
ἐθέλω, εὐλάϐεια
.