ἐθελοευλάϐεια

ἐθελοθρησκεία

ἐθελοκακέω-ῶ
ἐθελο·θρησκεία, ας () religion qu’on se crée à soi-même, superstition, NT. Col. 2, 23.
Étym. ἐθέλω, θρησκεία.