ἐθελοκακῶς

ἐθελοκινδύνως

ἐθελοκωφέω-ῶ
ἐθελο·κινδύνως [] adv. en s’exposant volontairement au danger, App. Lib. 120.
Étym. ἐθέλω, κίνδυνος.