ἐθελοκινδύνως

ἐθελοκωφέω-ῶ

ἐθελοντηδόν
ἐθελο·κωφέω-ῶ, faire le sourd, DS. Exc. Vat. 81, 26 ; Str. 36 ; τι, Clém. 773, 42, ne vouloir pas entendre qqe ch.
Étym. ἐθέλω, κωφός.