ἐθελοκωφέω-ῶ

ἐθελοντηδόν

ἐθελοντήν
ἐθελοντηδόν, adv. volontairement, Thc. 8, 98 ; Pol. 6, 31, 2 ; DC. 53, 8.
Étym. ἐθέλω, -δον.